Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τοῦ ὄνου

См. также в других словарях:

  • όνου σκιάς δίκη — Περίφημη παροιμιώδης φράση των αρχαίων Ελλήνων, που λέγεται για όσους φιλονικούν ανόητα. Η φράση αναφέρεται στον ακόλουθο μύθο: Ένας Αθηναίος έμπορος νοίκιασε έναν γάιδαρο και ξεκίνησε για τα Μέγαρα. Επειδή κουράστηκε στη διαδρομή, θέλησε να… …   Dictionary of Greek

  • όνος — ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή) 1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου 2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος 3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοι αστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου 4. φρ. α) «όνου σκιά» καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντο… …   Dictionary of Greek

  • Im Anfang war das Wort — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ …   Deutsch Wikipedia

  • In vino veritas — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Epsilon — Epsilon Inhaltsverzeichnis …   Deutsch Wikipedia

  • ASINUS — prodest, ut Plin. ait l. 8. c. 43. operâ sine dubio geruli mirificâ, arando quoque, sed mularum maxime generatione. Vide supra. At Seythis Marti olim mactatus; vide infra Sol: quemadmodum eôdem Iovi, Marti, Bellonae et Plutoni litavêre Bohemi,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μέμνων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν βασιλιάς της Αιθιοπίας, γιος του Τιθωνού και της Ηούς. Την περίοδο του Τρωικού πολέμου προσέφερε βοήθεια στον θείο του Πρίαμο (αδερφός του Τιθωνού από τον Λαομέδοντα). Σύμφωνα με τη Μικρή Ιλιάδα …   Dictionary of Greek

  • σύρω — ΝΜΑ, και σέρνω και σύρνω ΝΜ, και σούρνω Ν 1. έλκω, τραβώ (α. «τόν έπιασε και τόν έσυρε έξω» β. «μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σύρων», Δίων Κασσ.) 2. μετακινώ κάτι πάνω στο έδαφος («σέρνει το φόρεμά της») 3. (ενεργ. και μέσ.) έρπω νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • σετ — I (Sete). Πόλη της Ν. Γαλλίας και λιμάνι στον κόλπο του Λέοντα (50 000 κάτ.). Ανήκει στο νομό Ερώ (Heraut) και απέχει 25 χιλ. από το Μονπελιέ. Το λιμάνι της είναι το δεύτερο, μετά τη Μασαλία, σε εμπορική σημασία στη Μεσόγειο για τη Γαλλία.… …   Dictionary of Greek

  • οπλή — Κεράτινη θήκη που περιβάλλει το άκρο του δαχτύλου ή των δαχτύλων με τα οποία τα οπληφόρα ζώα στηρίζονται στο έδαφος. Τυπική ο. είναι εκείνη των Ιππιδών, στους οποίους καλύπτει την τελευταία φάλαγγα του τρίτου δαχτύλου: το χοντρό και ισχυρό… …   Dictionary of Greek

  • ονολατρία — και ονολατρεία, η [ονολάτρης] η λατρεία τού όνου ή δαίμονα με κεφάλι όνου από λαούς τής αρχαιότητας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»